-
1 συγ-κάθ-εσις
συγ-κάθ-εσις, ἡ das Mitherablassen, – die Nach. giebigkeit, καὶ ὕφεσις, Plut. Ant. 51, v. l. συγκατάϑεσις.
См. также в других словарях:
ύφεση — (Μουσ.). Όρος της μουσικής που δείχνει την αλλοίωση του ήχου ενός μουσικού φθογγόσημου κατά ένα ημιτόνιο προς τα κάτω (μπεμόλ). Το σημείο της ύ., όταν τοποθετείται πριν από ένα φθογγόσημο, το βαρύνει κατά ένα ημιτόνιο, στη δε διπλή ύ., δυο… … Dictionary of Greek